- στηρικτικός
- -ή, -ό / στηρικτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [στηρίζω]νεοελλ.κατάλληλος για στήριξη, αυτός που χρησιμεύει για στήριξη («στηρικτικά όργανα»)μσν.σαφής, καταφανής («Ἀναστασίου μοναχοῡ... διηγήματα ψυχωφελῆ καὶ στηρικτικά γενόμενα ἐν διαφόροις τόποις», Αναστ. Σιν.)αρχ.(σχετικά με τις πλανητικές φάσεις) ακίνητος, στάσιμος («περὶ τῶν στηρικτικών φαντασιῶν», Πρόκλ.).————————-ή, -ό, Νφρ. «στηρικτικός ιστός»βοτ. μόνιμος σύνθετος ιστός τών φυτών που αποτελείται από δύο τύπους, το κολλέγχυμα και το σκληρέγχυμα.
Dictionary of Greek. 2013.